συμψηφιστικός

συμψηφιστικός
-ή, -ό, Ν [συμψηφίζω]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον συμψηφισμό.
επίρρ...
συμψηφιστικώς Ν
με συμψηφισμό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”